«Fight Club» στους δρόμους της Μπανγκόκ: Γροθιές, κλωτσιές και αίμα στους αγώνες που… ενέπνευσε ο Μπραντ Πιτ

Είναι το 1999. Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης Ντέιβιντ Φίντσερ, έχοντας ήδη δώσει δείγματα γραφής με το αριστουργηματικό θρίλερ «Seven», εμπνέεται από τη νουβέλα «Fight Club» του Αμερικανού συγγραφέα Τσακ Πόλανικ και γυρίζει την ομώνυμη ταινία, με τον Μπραντ Πιτ και τον Έντουαρντ Νόρτον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Χωρίς ίσως να το γνωρίζει, γράφει κινηματογραφική ιστορία…

Το φιλμ δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα έχουμε δει έως τότε. Είναι αναρχικό και φασίζον ταυτόχρονα, «παίζει» με τη στιλιζαρισμένη βία και το μυαλό του θεατή, καταγγέλλει την καταναλωτική κοινωνία, κάνει πολιτικό σχόλιο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και καταλήγει σε ένα σχεδόν… ψυχεδελικό ρομάντζο. Σχεδόν αυτομάτως, «γοητεύει» το κοινό, αλλά όχι και τους σινεκριτικούς, που δυσκολεύονται να συλλάβουν τις πολυεπίπεδες αναγνώσεις του.

Έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, το «θάβουν», μόνο και μόνο για να το αναγνωρίσουν και να υποκλιθούν στην καλλιτεχνική του αξία, περίπου δύο δεκαετίες μετά.

Ο «Τάιλερ Ντέρντεν», ο ήρωας που υποδύεται ο Μπραντ Πιτ, μετατρέπεται σε σύμβολο μιας ολόκληρης, δήθεν… αγανακτισμένης και επαναστατημένης γενιάς και η ατάκα του, «ο πρώτος κανόνας του Fight Club είναι: Δεν μιλάμε για το Fight Club», διαδίδεται σε χρόνο… dt από στόμα σε στόμα -αν και ο ίδιος πρέσβευε το αντίθετο.

Χτύπημα που… ξεσηκώνει την αρένα

Κάπως έτσι, «ταξιδεύει» στον χρόνο και φτάνει μέχρι την Μπανγκόκ του σήμερα. 23 χρόνια μετά το εμβληματικό φιλμ, τεράστια πλήθη συρρέουν κάθε βράδυ στο λιμάνι της πόλης.

Εκεί, πίσω από «θεόρατα» κοντέινερ και κάτω από το «θαμπό» φως που ρίχνουν οι λάμπες του δρόμου, ημίγυμνοι αθλητές, φορώντας σορτσάκια και γάντια, έρχονται αντιμέτωποι υπό τις ζητωκραυγές του πλήθους, που τους παρακολουθεί να αγωνίζονται χωρίς κανόνες για την τελική επικράτηση. Τις περισσότερες φορές, το μόνο τους κέρδος είναι πόνος, αίμα και μελανιές τους σε όλο τους το σώμα. Αλλά κάθε νύχτα επιστρέφουν εκεί…

Νεαροί αθλητές στο «Fight Club»

Αντίθετα με την ταινία, ωστόσο, οι σώμα με σώμα μάχες μονομαχίες δεν είναι μέχρι θανάτου. Για τα… μάτια του κόσμου, έστω, ισχύουν κάποιοι τυπικοί κανόνες, προκειμένου οι ερασιτέχνες αθλητές -του Muay Thai οι περισσότεροι- να φεύγουν σώοι -αλλά όχι αβλαβείς- από το αυτοσχέδιο ρινγκ.

«Εδώ δεν χρειάζεται να ξέρεις πώς να παλέψεις», εξηγεί στο Γαλλικό Πρακτορείο ένας εκ των διοργανωτών, ο 30χρονος Chana Worasart. «Αρκεί να έχεις καρδιά». Ο 23χρονος Surathat Sakulchue, μανάβης το πρωί και μαχητής των δρόμων το βράδυ, δείχνει να συμφωνεί, προσθέτοντας: «Το να παλεύεις πλάι σε κοντέινερ είναι σίγουρα διασκεδαστικό και συναρπαστικό».

Άλλοι επιλέγουν να αγωνιστούν με τη στολή τους, άλλοι με σορτς

Κάθε αγώνας διαρκεί μόλις τρεις λεπτά και οι μονομάχοι έχουν το ελεύθερο να χρησιμοποιήσουν όποιο στιλ μάχης επιθυμούν. Αυτό που δεν επιτρέπεται, είναι οι αγκωνιές και τα χτυπήματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Αντίθετα με το κινηματογραφικό «Fight Club», άλλωστε, οι διοργανωτές λένε ότι θέλουν να προωθήσουν τη φιλία, μέσα από τη βία -και όχι να υποκινήσουν κάποια εξέγερση.

«Διακριτική» σε πολλές περιπτώσεις είναι η παρουσία της αστυνομίας της Ταϊλάνδης. Έπειτα από κάποιες συλλήψεις και πρόστιμα ύψους έως και 600 δολαρίων, το 2016, οι αυτοσχέδιοι αγώνες στο λιμάνι συνεχίζονται απρόσκοπτα και το σχετικό group στο Facebook, που αριθμεί περί τα 290.000 μέλη, ολοένα και… ενισχύεται.

Ένας… σκληρός Ευρωπαίος

«Δεν ζητάμε από τους μαχητές μας να αλληλοσκοτωθούν. Αν κάποιος είναι πολύ κουρασμένος ή πολύ τραυματισμένος για να συνεχίσει, ο αγώνας διακόπτεται», εξηγεί ο Chana.

Είπαμε, άλλωστε… Το αυθεντικό «Fight Club» υπήρξε ένα: Αυτό του 1999. Έστω και αν οι ήρωές του υπήρξαν αυστηρά και μόνο κινηματογραφικοί…

Πηγή: Proto Thema

Διαβάστε επίσης στο FIGHT.GR


Ρετρό: Όταν ο Ramon Dekkers πόνταρε σε νίκη της Ελλάδας στο Euro 2004 -Τι έγινε όταν μπήκε το γκολ του Δέλλα

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ